Πριγκίπισσα των πεφταστεριών...


Δώσε μου μια καταστροφή και εγώ σου ορκίζομαι ότι θα μπορέσω να την  μετατρέψω σε κάτι όμορφο...
Βλέπεις,έχω αυτή την ικανότητα...
Να μην με πτοούν οι αναποδιές και τα εμπόδια...
Και να συνεχίζω να παλεύω ακόμα και για αυτά που όλοι θεωρούν καταδικασμένα...

Δώσε μου ένα άγγιγμα σου και εγώ θα καταφέρω να αλλάξω τα χρώματα...
Όταν είσαι κοντά  μου με ένα τρόπο μαγικό ότι αγγίζεις ταιριάζει με την διάθεση σου...
Και εφόσον η διάθεση σου αλλάζει τα χρώματα, σου υπόσχομαι ότι εδώ θα ζουν μόνο τα ζωηρά  και τα έντονα...
Της χαράς και του πάθους..

Δώσε μου την φωνή σου και εγώ θα ντύσω  με την χροιά της όλες τις βουβές νύχτες  που ακόμα και ένα ουρλιαχτό θα σου αρκούσε για να νιώσεις ζωντανός...
Μην απορείς, είσαι η μόνη που μπορεί να κάνει  το πιο λυπητερό τραγούδι να ακούγεται  σαν την πιο όμορφη μελωδία της γης...
Ίσως γιατί ακόμα και οι νότες είναι ανήμπορες να σου αντισταθούν...

Δώσε μου μια σκέψη σου και εγώ θα μπορέσω να νιώσω ξανά χαρισματικός και δυνατός...
Αν ήξερες την δύναμη που έχει, θα τρόμαζες...
Όποτε η κλωστή τεντώνει και οι σκέψεις μας ενώνονται, νιώθω ότι μπορώ να μαζεύω τα χαμένα κομμάτια της καρδιάς μου και  να είμαι ξανά ολόκληρος...

Κάποιες νύχτες αισθάνομαι ότι διαλύομαι...
Και ότι δεν υπάρχει τίποτα σε αυτό τον κόσμο που θα μπορούσε να σταματήσει αυτό το συναίσθημα...
Εκείνες τις νύχτες βγαίνω έξω και αρχίζω να μετράω αστέρια...
Και όσο τα μετράω εκείνα αρχίζουν να πέφτουν προκαλώντας με να κάνω ευχές...
Γελάω,δεν έχει πια,καμιά σημασία αν θα βγουν αληθινές...
Σημασία έχει, ότι το μαύρο υποχωρεί και εγώ νιώθω πιο κοντά σου από ποτέ...
Αισθάνομαι σαν να αναγεννιέμαι και βρίσκω χίλιους λόγους να συνεχίσω...
Λόγους  που πριν,δεν ήταν ορατοί ...
Αλλά ο κυριότερος λόγος είσαι πάντα εσύ...
Γιατί  εσύ είσαι...
Η απάντηση σε κάθε θλίψη...
Η νεράιδα της θάλασσας που όταν νιώθει ότι ο ποιητής της λυγίζει ...
Ρίχνει μια βροχή αστέρια στο κόσμο του για να νιώσει ξανά δυνατός...
Να νιώσει και πάλι ευλογημένος...
Ένας ευλογημένος θνητός που είχε την τιμή,να τον ερωτευθεί η πριγκίπισσα των πεφταστεριών...
Αναρτήθηκε από Ianos

Ο άντρας που ερωτεύθηκε το φεγγάρι.





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνδρας που έψαχνε την αγάπη.
Είχε βαρεθεί να αναλώνεται σε ρουτινιασμένες σχέσεις, σε σκοτεινά και υστερικά πρόσωπα, σε ανθρώπους που πάντα μιλούσαν για τον εαυτό τους και μέσα τους ήταν κενοί.
Αναζητούσε την διαφορετική, την μία και μοναδική αγάπη, στα πιο περίεργα μέρη, εκεί που συχνάζουν όλα τα διαφορετικά.
Στις λίμνες, στα ποτάμια, στα δάση και τους υπονόμους, και ενώ δεν μπορούσε να περιγράψει την μορφή της, ήξερε πως θα την αναγνώριζε από την πρώτη στιγμή που θα την την αντίκριζε.
 Θα ήταν εκείνη που θα ένωνε το μισό της με το δικό του το μισό και σαν μια τεράστια φωτεινή μπάλα θα ακτινοβολούσαν μαζί.
Για πάντα.

Ώσπου ένα βράδυ, αφότου είχε ψάξει κάτω από σύννεφα και γέφυρες, μέσα σε σχολές μπαλέτου και παράγκες αστέγων, την βρήκε να τον περιμένει στην σοφίτα του σπιτιού του.
Η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη, το φως της γέμιζε το δωμάτιο την ψυχή και την καρδιά και έτσι μισή όπως στεκόταν, εκείνος αμέσως την αγκάλιασε και για πρώτη φορά ένιωσε ολόκληρος.

Τα πρωινά περνούσαν οι δυό τους κλεισμένοι στο σπίτι, μα τα βράδια την ξεναγούσε σε όλα τα περίεργα μέρη τα οποία είχε επισκεφθεί: σε παγωμένες παραλίες και σε αποθήκες, σε δενδρόσπιτα και σε βράχους με περίεργα σχήματα.
 Και έτσι πέρασαν οι μέρες οι μήνες και τα χρόνια, γεμάτα με φως και μαγεία. Τη μαγεία αυτής, της μιας και μοναδικής, της διαφορετικής αγάπης.
Και όταν, γέροι πια και οι δύο μα η αγάπη τους φρέσκια και ρομαντική σαν 16χρονο έφηβο κορίτσι, εκείνη του ζήτησε να την θάψει πριν χάσει ολοκληρωτικά το φως της.
Πριν σκοτεινιάσει και μοιάσει με όλα τα συνηθισμένα, τα ίδια και τα βαρετά.  Κι εκείνος υπάκουσε, την οδήγησε στην ταράτσα του πιο ψηλού κτηρίου του κόσμου, και φτιάχνοντας ένα πάπλωμα από μαλακό, κατάλευκο χιόνι, σκεπάστηκαν και οι δύο μαζί, αγκαλιασμένοι.
 Από τότε, λέγεται πως τα βράδια είναι πιο φωτεινά.
 Πως μια τεράστια φωτεινή μπάλα, που βρίσκεται στο υψηλότερο και στο πιο απομακρυσμένο σημείο  φωτίζει τις ζωές και ζεσταίνει τις καρδιές όλων των διαφορετικών ανθρώπων.
Μυριδάκη Γεωργία

Θα περιμένω.






Δεν έχει σημασία πόσο καιρό θα πάρει,

αλλά όταν αποφασίσεις  να κοιτάξεις  πίσω,






θα είμαι εκεί  .

Η βασίλισσα

Σε ονόμασα βασίλισσα.
Υπάρχουν ψηλότερες από σένα, ψηλότερες.
Υπάρχουν αγνότερες από σένα, αγνότερες.
Υπάρχουν ομορφότερες από σένα, ομορφότερες.
Αλλά εσύ είσαι η βασίλισσα.

Όταν περπατάς στο δρόμο
κανείς δε σε αναγνωρίζει.
Κανένας δε βλέπει το κρυστάλλινο σου στέμμα, κανένας δεν κοιτάζει
το από κόκκινο χρυσό χαλί
που πατάς καθώς περνάς,
το χαλί δεν υπάρχει.

Κι όταν εμφανίζεσαι
όλοι οι ποταμοί ακούγονται
στο κορμί μου, καμπάνες
σείουν τον ουρανό
κι ένας ύμνος γεμίζει τον κόσμο.

Μονάχα εσύ κι εγώ,
μονάχα εσύ κι εγώ, αγάπη μου,
τον ακούμε.


Πάμπλο Νερούδα

Θα βγει να σε μαλώσει – Κική Δημουλά



Λίγο πολύ όλες οι λέξεις
φέρνουν και διώχνουν κόσμο
αθωώνουν ή καταδικάζουν
λίγο πολύ όλες μας οδηγούν
με κάποιαν έκλαμψη κοντά στο νόημά τους.
Αλλά τη λέξη φεγγάρι
κανένα φως δεν τη φτάνει.
Δεν εννοώ εκείνο που εκπέμπει
όταν διακινεί πετρώδες ασήμι.
Για τη λέξη μιλώ που και χωρίς φορτίο
αδειανή
ακόμα και ως απλή νυχτοφύλαξ
του λεξιλογίου
ή και ως δραπέτης από έκλειψη ολική
πάλι γεμάτη είναι
από δική της αυθεντική επιρροή
δική της θαυματουργία.

Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη
βρίσκονται σε ζοφερή θέση
μόλις την προφέρουν με άκρα ταπεινότητα
αμέσως προβάλλει
διαχέεται τιμά καταξιώνει
καμιά άλλη λέξη δεν έδωσε ποτέ
τέτοιο ουράνιο λάμπον κύρος
στον σκοτεινό, άσημο
του ουρανίσκου μου θόλο.
Κι όχι μόνο.
Κάθε που της γλώσσας μου τα χείλη
ατιμάζονται διωγμένα
από το θεοσκότεινο αντίο
αμέσως προβάλλει η λέξη φεγγάρι
με λαμπερή παρρησία
μ ένα φως δριμύ θυμωμένο
και μαλώνει
τί μαλώνει, πές το άφοβα
φτύνει κατάμουτρα
το θεοσκότεινο αντίο.

ΑΝΑΜΟΝΗ

Σε περιμένω.
Μη ρωτάς γιατί.
Μη ρωτάς γιατί περιμένει εκείνος που δεν έχει τι να περιμένει
Και  όμως περιμένει.
Γιατί  σαν πάψει να περιμένει είναι σα να παύει να βλέπει
Σα να παύει να κοιτά τον ουρανό
Να  παύει να ελπίζει
Σα να παύει να ζει.
Αβάσταχτο είναι...
Πικρό είναι
Να σιμώνεις αργά στ'ακρογιάλι Χωρίς να είσαι ναυαγός
Ούτε σωτήρας
Παρά  ναυάγιο...


ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΛΟΥΝΤΕΜΗΣ
Τη γνώρισε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή του!
 Έβλεπε τα γράμματα και τη μουσική που της άρεσαν!
 Έβλεπε τις φωτογραφίες της, η μια πιο εξωτική από την άλλη!
 Πιο ερωτική και πιο παθιασμένη από όλες τις προηγούμενες! 
Το όνομά της τον γοήτευε αν και ήξερε πως δεν υπήρχε τέτοιο όνομα σε κανένα ληξιαρχείο του πλανήτη! 
Μα και το δικό του; Τι ήταν το δικό του; 
Πως είχε τολμήσει να γράφει τέτοιες λέξεις στις σημειώσεις που αναρτούσε κάθε μέρα; 
Εκείνος; Ένας άλλος εαυτός γεννιόταν κάθε μέρα κι αυτό τον γοήτευε!

Αφέθηκε να τον πλησιάσει, να τον σαγηνεύσει, να του δημιουργήσει γύρω του ένα κόσμο πρωτόγνωρο!
 Και την άφηνε να παίζει με το μυαλό του, με την καρδιά του, με τη φαντασία του, με την ψυχή του την ίδια!
Την άφηνε να τον ταξιδεύει έξω από εκεί που ζούσε μέχρι τότε, πέρα μακριά, σε άλλα σύμπαντα!
Της έδινε το δικαίωμα να τον ξεναγεί στο σώμα του, στα έγκατα της σάρκας του!
Την άφηνε να κατεβαίνει βαθιά, να βρίσκει τα πιο κρυφά σημεία που θα μπορούσε να έχει αφήσει κομμάτια της ψυχής του!
 Και μετά της έδινε την εξουσία να τα παίρνει και να τα ενώνει πάλι!
Σε μια σειρά δική της, άλλη, χωρίς λογική και όριο!
 Κι αφού ένοιωθε πια τόσο άλλος, έμπαινε στο δικό της σώμα!
 Σαν κοσμικός δύτης βουτούσε στης οντότητάς της τα άβαθα και σκοτεινά νερά, και στριφογύριζε γρήγορα-γρήγορα ψάχνοντας όλα αυτά που χρόνια τώρα εκεί είχε πετάξει από τον πόνο!
Και να! Ο θησαυρός που έψαχνε!
Αίμα! Παλιό αίμα πηχτό!
Το ακολουθούσε κάθε βράδυ να τον πάει στην πηγή του!
Στην πληγή του!
Κι εκεί, σαν αλλόκοσμο βαμπίρ, στεκόταν κι έπινε τον πόνο της!
Τον μεθούσε!
Τη θεράπευε και αυτό τον μεθούσε!
Μια –μια έβρισκε της πηγές του πηχτού της αίματος, μία-μία άγγιζε τις πληγές της!
 Κι εκείνη, παραδομένη στην ηδονή της θεραπείας του, ερεθιζόταν περισσότερο για αυτό που ερχόταν παρά για όσα μέχρι τότε έζησε!

Μια σκάλα η ζωή τους! Που ανέβαιναν κάθε μέρα δυο σκαλιά και κάθε νύχτα χίλια!
 Δεν άκουσαν! Η ηδονή τους έκλεισε τα αυτιά και δεν τον άκουσαν!
 Τον άρχοντα που κάθε νύχτα τους άνοιγε την πόρτα και κάθε μέρα τους επέστρεφε στο Είναι τους! «Ποτέ μη ανοίξετε την πόρτα ανάποδα»! 
Και γύρισαν τον κόσμο τους ανάποδα κι έκατσαν να τον κοιτούν!
 «Να μπούμε;» Και μπήκαν! 
Φέραν τον κόσμο που τα βράδια ζούσαν στο τώρα τους! 
Σε τούτο τον πλανήτη! Στα σώματά τους! 
Στο Εγώ τους δίπλα τον βάλαν έτσι για να το χλευάσουν για την ανημπόρια του!
 Κι εκείνο χαμογέλασε! 
Τόσο ύπουλα και πονηρά που ο χρόνος έκανε ρωγμή σε εκείνη τη στιγμή για να τους το θυμίζει! Ενώσανε τα Σύμπαντα που ζούσανε σε ένα!
 Για να γίνουν Ένα! 
Και γίνανε κομμάτια!

Ερισθεας  Σείριος

Με τα μάτια σου μωρό μου βλέπω τα όνειρά μου να γίνονται πραγματικότητα

Ένα τραγούδι  απόψε σου χαρίζω γλυκιά μου αγάπη για να με θυμάσαι.