Τη γνώρισε μέσα από την οθόνη του υπολογιστή του!
 Έβλεπε τα γράμματα και τη μουσική που της άρεσαν!
 Έβλεπε τις φωτογραφίες της, η μια πιο εξωτική από την άλλη!
 Πιο ερωτική και πιο παθιασμένη από όλες τις προηγούμενες! 
Το όνομά της τον γοήτευε αν και ήξερε πως δεν υπήρχε τέτοιο όνομα σε κανένα ληξιαρχείο του πλανήτη! 
Μα και το δικό του; Τι ήταν το δικό του; 
Πως είχε τολμήσει να γράφει τέτοιες λέξεις στις σημειώσεις που αναρτούσε κάθε μέρα; 
Εκείνος; Ένας άλλος εαυτός γεννιόταν κάθε μέρα κι αυτό τον γοήτευε!

Αφέθηκε να τον πλησιάσει, να τον σαγηνεύσει, να του δημιουργήσει γύρω του ένα κόσμο πρωτόγνωρο!
 Και την άφηνε να παίζει με το μυαλό του, με την καρδιά του, με τη φαντασία του, με την ψυχή του την ίδια!
Την άφηνε να τον ταξιδεύει έξω από εκεί που ζούσε μέχρι τότε, πέρα μακριά, σε άλλα σύμπαντα!
Της έδινε το δικαίωμα να τον ξεναγεί στο σώμα του, στα έγκατα της σάρκας του!
Την άφηνε να κατεβαίνει βαθιά, να βρίσκει τα πιο κρυφά σημεία που θα μπορούσε να έχει αφήσει κομμάτια της ψυχής του!
 Και μετά της έδινε την εξουσία να τα παίρνει και να τα ενώνει πάλι!
Σε μια σειρά δική της, άλλη, χωρίς λογική και όριο!
 Κι αφού ένοιωθε πια τόσο άλλος, έμπαινε στο δικό της σώμα!
 Σαν κοσμικός δύτης βουτούσε στης οντότητάς της τα άβαθα και σκοτεινά νερά, και στριφογύριζε γρήγορα-γρήγορα ψάχνοντας όλα αυτά που χρόνια τώρα εκεί είχε πετάξει από τον πόνο!
Και να! Ο θησαυρός που έψαχνε!
Αίμα! Παλιό αίμα πηχτό!
Το ακολουθούσε κάθε βράδυ να τον πάει στην πηγή του!
Στην πληγή του!
Κι εκεί, σαν αλλόκοσμο βαμπίρ, στεκόταν κι έπινε τον πόνο της!
Τον μεθούσε!
Τη θεράπευε και αυτό τον μεθούσε!
Μια –μια έβρισκε της πηγές του πηχτού της αίματος, μία-μία άγγιζε τις πληγές της!
 Κι εκείνη, παραδομένη στην ηδονή της θεραπείας του, ερεθιζόταν περισσότερο για αυτό που ερχόταν παρά για όσα μέχρι τότε έζησε!

Μια σκάλα η ζωή τους! Που ανέβαιναν κάθε μέρα δυο σκαλιά και κάθε νύχτα χίλια!
 Δεν άκουσαν! Η ηδονή τους έκλεισε τα αυτιά και δεν τον άκουσαν!
 Τον άρχοντα που κάθε νύχτα τους άνοιγε την πόρτα και κάθε μέρα τους επέστρεφε στο Είναι τους! «Ποτέ μη ανοίξετε την πόρτα ανάποδα»! 
Και γύρισαν τον κόσμο τους ανάποδα κι έκατσαν να τον κοιτούν!
 «Να μπούμε;» Και μπήκαν! 
Φέραν τον κόσμο που τα βράδια ζούσαν στο τώρα τους! 
Σε τούτο τον πλανήτη! Στα σώματά τους! 
Στο Εγώ τους δίπλα τον βάλαν έτσι για να το χλευάσουν για την ανημπόρια του!
 Κι εκείνο χαμογέλασε! 
Τόσο ύπουλα και πονηρά που ο χρόνος έκανε ρωγμή σε εκείνη τη στιγμή για να τους το θυμίζει! Ενώσανε τα Σύμπαντα που ζούσανε σε ένα!
 Για να γίνουν Ένα! 
Και γίνανε κομμάτια!

Ερισθεας  Σείριος

Με τα μάτια σου μωρό μου βλέπω τα όνειρά μου να γίνονται πραγματικότητα

Ένα τραγούδι  απόψε σου χαρίζω γλυκιά μου αγάπη για να με θυμάσαι.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.