Ο άντρας που ερωτεύθηκε το φεγγάρι.





Μια φορά κι έναν καιρό ήταν ένας άνδρας που έψαχνε την αγάπη.
Είχε βαρεθεί να αναλώνεται σε ρουτινιασμένες σχέσεις, σε σκοτεινά και υστερικά πρόσωπα, σε ανθρώπους που πάντα μιλούσαν για τον εαυτό τους και μέσα τους ήταν κενοί.
Αναζητούσε την διαφορετική, την μία και μοναδική αγάπη, στα πιο περίεργα μέρη, εκεί που συχνάζουν όλα τα διαφορετικά.
Στις λίμνες, στα ποτάμια, στα δάση και τους υπονόμους, και ενώ δεν μπορούσε να περιγράψει την μορφή της, ήξερε πως θα την αναγνώριζε από την πρώτη στιγμή που θα την την αντίκριζε.
 Θα ήταν εκείνη που θα ένωνε το μισό της με το δικό του το μισό και σαν μια τεράστια φωτεινή μπάλα θα ακτινοβολούσαν μαζί.
Για πάντα.

Ώσπου ένα βράδυ, αφότου είχε ψάξει κάτω από σύννεφα και γέφυρες, μέσα σε σχολές μπαλέτου και παράγκες αστέγων, την βρήκε να τον περιμένει στην σοφίτα του σπιτιού του.
Η ομορφιά της ήταν απερίγραπτη, το φως της γέμιζε το δωμάτιο την ψυχή και την καρδιά και έτσι μισή όπως στεκόταν, εκείνος αμέσως την αγκάλιασε και για πρώτη φορά ένιωσε ολόκληρος.

Τα πρωινά περνούσαν οι δυό τους κλεισμένοι στο σπίτι, μα τα βράδια την ξεναγούσε σε όλα τα περίεργα μέρη τα οποία είχε επισκεφθεί: σε παγωμένες παραλίες και σε αποθήκες, σε δενδρόσπιτα και σε βράχους με περίεργα σχήματα.
 Και έτσι πέρασαν οι μέρες οι μήνες και τα χρόνια, γεμάτα με φως και μαγεία. Τη μαγεία αυτής, της μιας και μοναδικής, της διαφορετικής αγάπης.
Και όταν, γέροι πια και οι δύο μα η αγάπη τους φρέσκια και ρομαντική σαν 16χρονο έφηβο κορίτσι, εκείνη του ζήτησε να την θάψει πριν χάσει ολοκληρωτικά το φως της.
Πριν σκοτεινιάσει και μοιάσει με όλα τα συνηθισμένα, τα ίδια και τα βαρετά.  Κι εκείνος υπάκουσε, την οδήγησε στην ταράτσα του πιο ψηλού κτηρίου του κόσμου, και φτιάχνοντας ένα πάπλωμα από μαλακό, κατάλευκο χιόνι, σκεπάστηκαν και οι δύο μαζί, αγκαλιασμένοι.
 Από τότε, λέγεται πως τα βράδια είναι πιο φωτεινά.
 Πως μια τεράστια φωτεινή μπάλα, που βρίσκεται στο υψηλότερο και στο πιο απομακρυσμένο σημείο  φωτίζει τις ζωές και ζεσταίνει τις καρδιές όλων των διαφορετικών ανθρώπων.
Μυριδάκη Γεωργία